- κηρῖτις
- κηρῖτις (sc. λίθος), ἡ, a precious stoneA like wax, Plin.HN37.153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρίτις — κηρῑτις, ιδος, ἡ (Α) [κηρός] (ενν. λίθος) πολύτιμος λίθος με το χρώμα τού κεριού … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek